- αλληλοβόρος
- ος , ον междоусобный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλληλοβόροι — ἀλληλοβόρος devouring one another masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)